- ζυγοδάκτυλα
- τα зоол, парнокопытные
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζυγοδάκτυλος — η, ο 1. αυτός που έχει ζυγό, αριθμό, άρτιο αριθμό δακτύλων, ο αρτιοδάκτυλος 2. ζωολ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ζυγοδάκτυλα τα πτηνά που έχουν το μεγάλο εξωτερικό δάκτυλο κάθε ποδιού στραμμένο προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. ζυγός + δάκτυλος. Η … Dictionary of Greek
κούκος — Κοινή ονομασία πτηνών της οικογένειας των κοκκυγιδών (cuculidae), της τάξης των κοκκυγιομόρφων. Η οικογένεια περιλαμβάνει 129 είδη με παγκόσμια εξάπλωση· ορισμένα είδη ζουν στα δάση της Ευρώπης, απ’ όπου αποδημούν κατά τα τέλη του καλοκαιριού… … Dictionary of Greek